στρώσια

στρώσια
τα ковры для пола

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "στρώσια" в других словарях:

  • στρώσια — τα, ΝΜ [στρῶσις] νεοελλ. τάπητες για κάλυψη δαπέδου, αλλ. στρωσίδια μσν. (στον Κωδ. Οφφ.) «δεῑ δὲ γινώσκειν ὅτι ἔθος ἐστὶ καθ ἑκάστην ἑτοίμους εἶναι ἵππους ἑπτά, οἳ καλοῡνται στρώσια» …   Dictionary of Greek

  • οδόστρωση — και οδοστρωσία, η (Μ ὁδοστρωσία) το στρώσιμο τής επιφάνειας τού δρόμου με ανθεκτικά υλικά, η κατασκευή οδοστρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οδόστρωση < ὁδός + στρώση μέσω αμάρτυρου *ὁδοστρώνω (πρβλ. λιθό στρωση). Η λ., στον λόγιο τ. όδόστρωσις,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»